- γράψει
- γράφωscratchaor subj act 3rd sg (epic)γράφωscratchfut ind mid 2nd sgγράφωscratchfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γράψει' — γράψειε , γράφω scratch aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Infinitive — In grammar, infinitive is the name for certain verb forms that exist in many languages. In the usual (traditional) description of English, the infinitive of a verb is its basic form with or without the particle to: therefore, do and to do, be and … Wikipedia
Aparemfato — Das Aparemfato(n) (griechisch απαρέμφατο(ν), wörtlich [Numerus, Person] nicht anzeigend) ist ein grammatikalischer Terminus aus der alt und neugriechischen Sprache für eine infinite Verbform. Im Altgriechischen bezeichnet er den Infinitiv, z … Deutsch Wikipedia
Aparémfato — Das Aparemfato(n) (griechisch απαρέμφατο(ν), wörtlich [Numerus, Person] nicht anzeigend) ist ein grammatikalischer Terminus aus der alt und neugriechischen Sprache für eine infinite Verbform. Im Altgriechischen bezeichnet er den Infinitiv, z. B.… … Deutsch Wikipedia
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Άαλτο, Άλβαρ — (Alvar Aalto, 1898 – 1976).Φιλανδός αρχιτέκτονας. Σχεδίασε από το 1927 πολλά δημόσια κτίρια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες, νοσοκομεία, ιδιωτικές κατοικίες και εκπόνησε αρκετά πολεοδομικά σχέδια στην πατρίδα του και σε πολλές άλλες χώρες … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… … Dictionary of Greek